- διαμοίραση
- [-ις (-εως)] η , διαμοίρασμα τό , διαμοίρασμός ο раздача; распределение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμοίραση — η βλ. διαμοιρασμός … Dictionary of Greek
διαμοιρασμός — ο και διαμοίραση, η [διαμοιράζω] χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους … Dictionary of Greek